επαναπαύομαι

επαναπαύομαι
(AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)
μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού»)
νεοελλ.
1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία
2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)
μσν.
ενεργ.
1. ανακουφίζω κάποιον
2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή
3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι
4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζω
αρχ.
1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου
2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση
4. παραμένω, διαμένω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επαναπαύομαι — επαναπαύομαι, επαναπαύτηκα και επαναπαύθηκα, επαναπαυμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπαναπαύομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαναπαύεσθε — ἐπαναπαύομαι pres imperat mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαύῃ — ἐπαναπαύομαι pres subj mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυομένων — ἐπαναπαύομαι pres part mp fem gen pl ἐπαναπαύομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυσάμενον — ἐπαναπαύομαι aor part mid masc acc sg ἐπαναπαύομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυόμεθα — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 1st pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαυόμενον — ἐπαναπαύομαι pres part mp masc acc sg ἐπαναπαύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναπαύει — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”