- επαναπαύομαι
- (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού»)νεοελλ.1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)μσν.ενεργ.1. ανακουφίζω κάποιον2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζωαρχ.1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση4. παραμένω, διαμένω.
Dictionary of Greek. 2013.